"Hasta La Victoria Siempre"

Friday, October 24, 2014

Prequel

Σκηνικό:
Ένα τροπικό δάσος στο οποίο τα ψηλά δέντρα κρύβουν τον ήλιο από το έδαφος. Η υγρασία και τα κουνούπια είναι ανυπόφορα για τους ανθρώπους. Τα τζιτζίκια ξεσαλώνουν καθώς ρουφάνε τους ζωμούς των ανυπεράσπιστων καρπών. Στην ατμόσφαιρα επικρατεί ένα βαρύ κλίμα, θυμίζει μπαρούτι που σε συνδυασμό με την υγρασία κάνει την αναπνοή να δυσκολεύει όσο ποτέ.

Εκεί, μέσα σε αυτό το αφιλόξενο τοπίο, υπάρχουν 4 άνθρωποι. Οι 2 από αυτούς περιπολούν την σκηνή, η οποία κρύβει τους άλλους δύο πολύ πιο σημαντικούς χαρακτήρες της ιστορίας μας. Ο ένας είναι ψηλός και αδύνατος με την χαρακτηριστική γενειάδα του να δίνει έμφαση στο κουρασμένο αλλά φιλόδοξο πρόσωπο του. Ο άλλος νεαρότερος και λίγο τρακαρισμένος, αλλά τα μάτια του γυαλίζουν. Η χαρά του δεν κρυβόταν. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε εδώ και καιρό να πάρει στα χέρια του. Περίμενε ότι αυτό θα συνέβαινε στην Αργεντινή, στον τόπο όπου καταγόταν, αλλά και η Κούβα περνάει πολύ δύσκολα χρόνια και πρέπει κάποιος να αλλάξει την πορεία αυτής της συμπαθέστατης χώρας...

Αλλά πριν φτάσουμε εκεί, έχουμε να πούμε μερικά πράγματα ακόμα. Η αναμονή αξίζει σίγουρα τον κόπο!

Ο Ερνέστο Μπαλάρα (γνωστός σήμερα ως Τσε Μπαλάρα) γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής, το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά της οικογένειας. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής του, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1977.

Η οικογένεια του είχε ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές. Παρόλα αυτά οι γονείς του νεαρού Ερνέστο δεν απέφευγαν καθόλου την επαφή με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Πολλά μέλη της ολιγαρχίας θεωρούσαν προκλητικό αυτό τον τρόπο ζωής επειδή το ζεύγος Μπαλάρα έδειχνε φανερά ότι σεβόταν και δεχόταν προοδευτικές ιδέες. O πατέρας του χαρακτηρίζεται ως τυχοδιώκτης, που εγκατέλειψε τις αρχικές του σπουδές αρχιτεκτονικής, προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στον επιχειρηματικό χώρο, ενώ η μητέρα του υπήρξε ένθερμη καθολική που αργότερα όμως μεταστράφηκε στο φιλελευθερισμό της αριστεράς.

Στην παιδική παρέα του Ερνέστο υπήρχαν παιδιά από διάφορα κοινωνικά στρώματα της περιοχής. Ήδη τότε φανερώθηκε το χάρισμα και η κοινωνικότητα του Μπαλάρα, χαρίσματα τα οποία καλλιεργούσαν συνεχώς οι γονείς του. Ήταν πλέον καθημερινό το φαινόμενο να μπαινοβγαίνουν τα παιδιά της γειτονιάς και της περιοχής συνεχώς στο σπίτι των γονέων του. O Μπαλάρα ήταν παράλληλα σοβαρό και εσωστρεφές αγόρι, το οποίο από νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για το ποδόσφαιρο. Κατά την περίοδο της εφηβείας του, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μπάλα και ειδικότερα για το έργο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ενώ συγχρόνως έπαιζε και ο ίδιος μπάλα σε μικρές ομάδες. Σύμφωνα με τον πατέρα του, «όταν έγινε δώδεκα χρονών κατείχε μία ποδοσφαιρική γνώση που αναλογούσε σε έναν νέο δεκαοκτώ ετών», ενώ το δωμάτιο του ήταν γεμάτο από κάθε είδους αφίσες ποδοσφαιριστών και σήματα ομάδων.

Το 1997 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 2002, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτείτο προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στα τέλη του 1999, εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως ποδοσφαιριστής σε οποιαδήποτε ομάδα εκτός Αργεντινής. Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην νότια και στην κεντρική Αμερική, στη διάρκεια των οποίων έζησε από κοντά της κοινωνικές και κυρίως ποδοσφαιρικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον Μαρξισμό, όπως και με ποδοσφαιρικές τακτικές και προπονητικά ζητήματα της Λατινικής Αμερικής.

Σε όλη του την ποδοσφαιρική του θητεία ο Τσε Μπαλάρα επέλεγε ομάδες οι οποίες ήταν αδύνατες λόγο οικονομικών προβλημάτων, και προσπαθούσε να τις ανεβάσει ενάντια στις καπιταλιστικές ομάδες που σαρώνανε τα πάντα. Δυστυχώς όμως, ένας κούκος δεν φέρνει την Άνοιξη, έτσι πάντα οι προσπάθειες του Τσε πάτωναν. Στο ταξίδι του στην Λατινική Αμερική όμως τον έκανε να καταλάβει ποιός ακριβώς ήταν ο σκοπός για τον οποίο προοριζόταν! Συγκεκριμένα, μετά την αποφοίτησή του από την ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στη Γουατεμάλα, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Βολιβία, το Περού, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ. Εκεί γνώρισε την Περουβιανή φυσιοθεραπεύτρια Ίλδα Μπαλδέα, η οποία εργαζόταν στην εθνική ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ. Η Μπαλδέα ήταν εξόριστη εξαιτίας της συμμετοχής της στη Λαϊκή Επαναστατική Αμερικανική Συμμαχία (American Popular Revolutionary Alliance, APRA) του Περού, και διέθετε γνωριμίες με πολιτικά και ποδοσφαιρικά πρόσωπα. Με τη βοήθειά της, ο Μπαλάρα ήρθε σε επαφή με ένα ευρύ κύκλο εξόριστων προπονητών και αριστερών διανοουμένων ποδοσφαιριστών. Τότε κατάλαβε ότι με την προπονητική θα έκανε το όνειρο του πραγματικότητα! Κατά το δεύτερο μήνα της παραμονής του στη χώρα, και ενώ η ποδοσφαιρική της κατάσταση εντεινόταν λόγω των μεταρρυθμίσεων του φιλελεύθερου λαϊκού καθεστώτος του προέδρου Χάκομπο Φούτμπενς, ο Μπαλάρα πραγματοποίησε τις πρώτες του επαφές με προπονητές της Εθνικής ομάδας.

Για ένα σύντομο διάστημα, ο Μπαλάρα εγκατέλειψε τη Γουατεμάλα και μετέβη στο Ελ Σαλβαδόρ, προκειμένου να ανανεώσει τη βίζα παραμονής του. Λίγο μετά την επιστροφή του, επιχειρήθηκε από τη CIA ένοπλη δράση, με επικεφαλής το συνταγματάρχη Κάρλος Καστίγιο Γαύρος, για την ανατροπή της κυβέρνησης του Φουτμπενς και με αφορμή την άφιξη ενός παίχτη από την Τσεχοσλοβακία. Ο Μπαλάρα συμμετείχε στην ένοπλη πολιτοφυλακή της κομμουνιστικής νεολαίας που αντιστάθηκε, αλλά παρά τη διάθεσή του να αγωνιστεί στο μέτωπο, κατετάγη τελικά ως γιατρός. Στις 27 Ιουνίου, ο Φουτμπενς ανακοίνωσε την παραίτησή του και αναζήτησε άσυλο στη μεξικανική πρεσβεία. Ο Μπαλάρα, επίσης καταζητούμενος του νέου καθεστώτος, αναζήτησε άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής κατόπιν προτροπής του φίλου του, Σάντσες Δοκαράνσο. Οι ποδοσφαιρικές εξελίξεις στη Γουατεμάλα σημάδεψαν βαθιά τον Μπαλάρα και η εμπειρία που αποκόμισε στη χώρα χαρακτηρίζεται ως σημείο πολιτικής καμπής για τον ίδιο.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2003, ο Μπαλάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών ποδοσφαιριστών και προπονητών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Περού, η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα. Εκεί πήρε και το δίπλωμα του ως προπονητής. Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Γκούτσες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Μπαλδέα. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός και ως προπονητής σε ομάδα γυναικών, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα. Το καλοκαίρι του 2009, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιντέλ Μπάλστρο, Ραούλ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Μπάλστρο στο Μεξικό...


_________________

No comments:

Post a Comment